πολυαπόδημος

πολυαπόδημος
-ον, Α
αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδευσε πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἀπόδημος «αυτός που ζει ή ταξιδεύει σε ξένη χώρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυαποδήμους — πολυαπόδημος much trauelled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαπόδημοι — πολυαπόδημος much trauelled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”